- χρίζω
- έχρισα, χρίστηκα, χρισμένος1. επαλείφω.2. ανακηρύσσω κάποιον επίσημα: Χρίστηκε υποψήφιος του κόμματος αυτού στην πρώτη περιφέρεια Αθηνών.3. ασβεστώνω, ασπρίζω: Θα χρίσουμε απέξω όλο το σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.