χρίζω

χρίζω
έχρισα, χρίστηκα, χρισμένος
1. επαλείφω.
2. ανακηρύσσω κάποιον επίσημα: Χρίστηκε υποψήφιος του κόμματος αυτού στην πρώτη περιφέρεια Αθηνών.
3. ασβεστώνω, ασπρίζω: Θα χρίσουμε απέξω όλο το σπίτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρίζω — χρίζω, έχρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρίζω — Ν βλ. χρίω …   Dictionary of Greek

  • χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”